Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

Η Νεανική Βία υπό το Πρίσμα της Λακανικής Ψυχανάλυσης Κ. Γόγαλης


Η νεανική βία, ως κοινωνικό και ψυχολογικό φαινόμενο, έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες την επιστημονική κοινότητα. Πέρα από τις κοινωνιολογικές ή αναπτυξιακές ερμηνείες, η ψυχανάλυση του Ζακ Λακάν προσφέρει ένα διαφορετικό εννοιολογικό πλαίσιο που φωτίζει τη βία ως σύμπτωμα της αποτυχίας του υποκειμένου να ενταχθεί ομαλά στο συμβολικό πεδίο της γλώσσας και του Νόμου. Το άρθρο αυτό επιχειρεί να αναλύσει τη νεανική βία μέσα από τις βασικές λακανικές κατηγορίες —το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό— και να αναδείξει τη βία όχι ως παθολογία ή ηθική εκτροπή, αλλά ως λόγο του υποκειμένου, ως κραυγή για αναγνώριση και νόημα.


 1. Εισαγωγή: Η ανάγκη ενός διαφορετικού βλέμματος Στην εποχή της κοινωνικής ρευστότητας (Bauman, 2005) και της αποδυνάμωσης των θεσμών, τα φαινόμενα νεανικής βίας λαμβάνουν ολοένα και πιο πολύπλοκες μορφές: σχολική επιθετικότητα, διαδικτυακός εκφοβισμός, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, ακόμα και βίαιες πράξεις με συμβολικό χαρακτήρα. Οι συνήθεις κοινωνιολογικές προσεγγίσεις τείνουν να αποδίδουν τη βία σε κοινωνικές ανισότητες, οικογενειακή αποδιοργάνωση ή πολιτισμική κρίση. Αν και σημαντικές, αυτές οι προσεγγίσεις συχνά παραβλέπουν το υποκειμενικό υπόβαθρο της βίας, το εσωτερικό βίωμα του νέου που επιχειρεί, μέσω της πράξης, να διατυπώσει κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί. Η ψυχανάλυση του Λακάν (1953/2006) έρχεται να προσφέρει ένα εναλλακτικό βλέμμα. Για τον Λακάν, η βία δεν είναι απλώς αποτέλεσμα κοινωνικών πιέσεων ή ατομικών παρορμήσεων, αλλά σύμπτωμα που αποκαλύπτει τη ρωγμή στη σχέση του υποκειμένου με τη γλώσσα και τον Άλλο. Το υποκείμενο είναι προϊόν του λόγου, της επιθυμίας και των συμβολικών εγγραφών που το περιβάλλουν· όταν αυτές οι εγγραφές αποτύχουν, η πράξη —και συχνά η βίαιη πράξη— γίνεται η μόνη δυνατή μορφή επικοινωνίας. 

 2. Το Συμβολικό και η αποτυχία της εγγραφής Η λακανική θεωρία θεμελιώνεται στην ιδέα ότι το υποκείμενο συγκροτείται εντός του Συμβολικού, δηλαδή του πλέγματος των νόμων, των κανόνων και των σημασιών που συγκροτούν την κοινωνική τάξη. Η γλώσσα είναι ο κατεξοχήν φορέας αυτού του πεδίου, καθώς μέσω αυτής το παιδί αποκτά ταυτότητα και θέση στον κόσμο (Lacan, 1953/2006). Η είσοδος στο συμβολικό σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη βιολογική ύπαρξη στην κοινωνική υποκειμενικότητα· όμως αυτή η είσοδος συνοδεύεται από απώλεια: την απώλεια της πρωταρχικής φαντασίωσης πληρότητας με τη μητέρα, την αποδοχή του Νόμου που επιβάλλει όρια και επιθυμία. Όταν το περιβάλλον —οικογενειακό, σχολικό ή κοινωνικό— δεν προσφέρει σταθερές μορφές συμβολικής εγγραφής, όταν ο Νόμος αποδυναμώνεται ή καθίσταται ακατανόητος, το υποκείμενο παραμένει εκτός λόγου. Η βία τότε δεν αποτελεί απλή επιθετική εκτόνωση, αλλά απάντηση στην αποτυχία του Συμβολικού. Ο νέος δρα εκεί όπου ο λόγος έχει σιωπήσει. Η πράξη γίνεται το μέσο μέσα από το οποίο το υποκείμενο επιδιώκει να «σημανθεί», να γίνει ορατό. Όπως σημειώνει ο Žižek (1991), η βία μπορεί να θεωρηθεί ως έκρηξη νοήματος μέσα σε ένα κενό λόγου, ως προσπάθεια να παραχθεί σημασία εκεί όπου ο κοινωνικός δεσμός έχει χαλαρώσει. 

3. Το στάδιο του καθρέφτη και η φαντασιακή συγκρότηση του Εγώ Η λακανική έννοια του σταδίου του καθρέφτη (Lacan, 1949/2006) προσφέρει ένα ιδιαίτερα γόνιμο πλαίσιο για την κατανόηση των ναρκισσιστικών διακυμάνσεων που χαρακτηρίζουν την εφηβεία. Στην κρίσιμη αυτή περίοδο, το Εγώ συγκροτείται μέσα από τις εικόνες και τις αναπαραστάσεις που προέρχονται από τον Άλλο —τους συνομήλικους, τους εκπαιδευτικούς, αλλά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο έφηβος βιώνει μια βαθιά ασυνέχεια ανάμεσα στο πώς νιώθει και στο πώς παρουσιάζεται ή γίνεται αντιληπτός. Το αποτέλεσμα είναι ένα εύθραυστο, φαντασιακό Εγώ που αναζητά διαρκώς επιβεβαίωση. Σε αυτό το πλαίσιο, η βία μπορεί να ερμηνευθεί ως πράξη φαντασιακής επανόρθωσης. Ο νέος, μέσα από την επιθετική ενέργεια, επιχειρεί να επανακτήσει την αίσθηση ελέγχου και πληρότητας που απειλείται. Η πράξη δεν στοχεύει μόνο στο θύμα, αλλά και στο βλέμμα του Άλλου: η βία επιδεικνύεται, γίνεται θέαμα, κερδίζει αναγνωρισιμότητα (Turkle, 2011). Έτσι, η φαντασιακή διάσταση της βίας συνδέεται άρρηκτα με την κοινωνική επιτέλεση της ταυτότητας· η πράξη γίνεται μέσο συγκρότησης του Εγώ μέσα σε έναν κόσμο εικόνων και διαρρηγμένων σχέσεων. 

4. Η επιθυμία, ο Άλλος και το αίτημα αναγνώρισης Η έννοια της επιθυμίας κατέχει κεντρική θέση στη λακανική σκέψη. Η επιθυμία, όπως υπογραμμίζει ο Λακάν, δεν είναι απλώς βιολογική ορμή, αλλά επιθυμία του Άλλου: επιθυμούμε αυτό που νομίζουμε ότι επιθυμεί ο Άλλος (Lacan, 1953/2006). Το υποκείμενο συγκροτείται μέσα από το βλέμμα, το λόγο και την επιθυμία του Άλλου, και ζητά απεγνωσμένα την αναγνώρισή του. Όταν όμως ο Άλλος —γονιός, δάσκαλος ή θεσμός— αποτυγχάνει να απαντήσει, όταν ο λόγος του Άλλου δεν λειτουργεί ως σταθερό σημείο αναφοράς, τότε η επιθυμία μετατρέπεται σε βία. Η βία, από αυτή την άποψη, είναι επικοινωνιακή πράξη: μια σωματική προσπάθεια να εξαναγκαστεί ο Άλλος να απαντήσει. Όπως γράφει ο Evans (1996), η πράξη βίας είναι λόγος χωρίς λέξεις, μία μορφή γραφής εκεί όπου η γλώσσα δεν επαρκεί. Ο νέος επιτίθεται όχι μόνο για να προκαλέσει φόβο ή να επιβληθεί, αλλά για να υπάρξει μέσα στο βλέμμα του Άλλου, να κατοχυρώσει μια ταυτότητα που αλλιώς θα παρέμενε αόρατη. Έτσι, η βία δεν είναι απλώς «αντικοινωνική»· αντίθετα, αποκαλύπτει την ανάγκη για κοινωνικό δεσμό, έστω με αρνητικό τρόπο. Είναι μια έκκληση προς τον Άλλο να απαντήσει, να θέσει ξανά σε λειτουργία το Συμβολικό. 

5. Το Πραγματικό και η εισβολή του τραύματος Η τρίτη διάσταση της λακανικής τριάδας, το Πραγματικό, αναφέρεται σε ό,τι αντιστέκεται στη γλώσσα και στη σημασία, σε ό,τι δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί (Lacan, 1964/1998). Η βία συχνά αποτελεί την επιστροφή του Πραγματικού μέσα σε ένα συμβολικό σύστημα που καταρρέει. Το υποκείμενο βιώνει μια εμπειρία ακραίας έλλειψης ή αποξένωσης· δεν μπορεί να πει, να συμβολίσει, να εκφράσει. Το σώμα τότε αναλαμβάνει να μιλήσει, να κάνει ορατό το τραύμα μέσα από την πράξη. Η σχολική ή νεανική βία, από αυτή τη σκοπιά, δεν είναι απλώς αντίδραση ή αδιαφορία, αλλά ενεργοποίηση του Πραγματικού: η στιγμή που το υποκείμενο σπάει το πλαίσιο του λόγου, εισβάλλει στο κοινωνικό με ένα μήνυμα που δεν μπορεί να διατυπώσει. Ο Λακάν μάς υπενθυμίζει ότι το σύμπτωμα είναι τρόπος γραφής του Πραγματικού μέσα στο Συμβολικό — και ως τέτοιο, χρειάζεται να «διαβαστεί», όχι απλώς να τιμωρηθεί. 

6. Παιδαγωγικές και κοινωνικές προεκτάσεις Αν δεχτούμε ότι η βία είναι προϊόν μιας αποτυχίας συμβολικής ένταξης, τότε η απάντηση δεν μπορεί να είναι καθαρά πειθαρχική. Οι θεσμοί —και πρωτίστως το σχολείο— καλούνται να λειτουργήσουν ως χώροι λόγου, όπου οι νέοι θα μπορούν να εκφράζουν την επιθυμία, την αγωνία και τη σύγχυσή τους με τρόπο που να επιτρέπει τη συμβολική επεξεργασία του βιώματος. Όπως σημειώνει η Kristeva (2000), η δυνατότητα να μιλά κανείς για το τραύμα του είναι ο πρώτος όρος για να πάψει να το ενεργεί. Η παιδαγωγική πρακτική που εμπνέεται από τη λακανική σκέψη δεν στοχεύει στην εξάλειψη της σύγκρουσης, αλλά στη μετατροπή της βίας σε λόγο· στην παροχή εκείνων των πλαισίων που καθιστούν δυνατή την εγγραφή του υποκειμένου στο κοινωνικό. Ο εκπαιδευτικός ή ο ψυχολόγος λειτουργεί ως «Άλλος που ακούει» — όχι ως φορέας καταστολής, αλλά ως σημείο αναφοράς που προσφέρει νόημα και συμβολική θέση στον νέο. Η κοινωνική πολιτική, με τη σειρά της, χρειάζεται να ενισχύσει θεσμούς που επιτρέπουν στους νέους να μιλήσουν, να συμμετάσχουν, να συνδιαμορφώσουν. Η καταστολή παράγει σιωπή· η σιωπή αναπαράγει το τραύμα· μόνο ο λόγος μπορεί να το θεραπεύσει. 

7. Συμπεράσματα Η λακανική προσέγγιση της νεανικής βίας μας καλεί να αναγνωρίσουμε τη βία ως λόγο του υποκειμένου — έναν λόγο που αναδύεται όταν ο κοινωνικός λόγος έχει καταρρεύσει. Η βία είναι έκφραση της επιθυμίας για ύπαρξη και αναγνώριση, σύμπτωμα μιας βαθύτερης αποσύνδεσης του υποκειμένου από το Συμβολικό. Επομένως, η πρόκληση δεν είναι να εξαλείψουμε τη βία, αλλά να την αναγνώσουμε· να κατανοήσουμε το μήνυμά της και να το εντάξουμε ξανά στο πεδίο της γλώσσας. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, η βία μπορεί να μετατραπεί από πράξη σιωπής σε πράξη λόγου — από καταστροφή σε δυνατότητα επανένταξης.

 Βιβλιογραφία (APA 7η έκδοση) • Bauman, Z. (2005). Liquid Life. Polity Press. • Evans, D. (1996). An Introductory Dictionary of Lacanian Psychoanalysis. Routledge. • Gilligan, J. (2001). Preventing Violence: Prospects for Tomorrow. Thames & Hudson. • Kristeva, J. (2000). The Sense and Non-Sense of Revolt: The Powers and Limits of Psychoanalysis. Columbia University Press. • Lacan, J. (1949/2006). The Mirror Stage as Formative of the I Function as Revealed in Psychoanalytic Experience. In Écrits (pp. 75–81). Norton. • Lacan, J. (1953/2006). The Function and Field of Speech and Language in Psychoanalysis. In Écrits (pp. 197–268). Norton. • Lacan, J. (1964/1998). The Four Fundamental Concepts of Psychoanalysis. Norton. • Turkle, S. (2011). Alone Together: Why We Expect More from Technology and Less from Each Other. Basic Books. • Žižek, S. (1991). Looking Awry: An Introduction to Jacques Lacan through Popular Culture. MIT Press.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails