Κρίση, κριτική και οι
δυνατότητες της πολιτικής
Με την ευκαιρία της έκδοσης του «Dispossession: The Performative in the
Political»
Συνέντευξη της Αθηνάς
Αθανασίου και της Τζούντιθ Μπάτλερ
στην Ειρήνη Αβραμοπούλου
μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου
Το βιβλίο Dispossession:
The Performative in the Political της Judith Butler και της Αθηνάς Αθανασίου
που κυκλοφόρησε στις αρχές του 2013 (Polity Press) είναι ένα βιβλίο προκλητικό
για τη σκέψη, ένα βιβλίο σημαντικό. Όχι μόνο ακαδημαϊκά (οι σχετικές κριτικές
έχουν επισημάνει ήδη τη θεωρητική του συνεισφορά), αλλά και για την πολιτική
σκέψη και πράξη, καθώς εισάγει, επερωτά, αλλά και διευρύνει έννοιες κομβικές
για την Αριστερά, την πολιτική και τα κινήματα, όπως η αποστέρηση, η
αναγνώριση, η πληθυντική επιτελεστικότητα.
Για όλα αυτά, και με αφετηρία το βιβλίο, ζητήσαμε από την κοινωνική ανθρωπολόγο Ειρήνη Αβραμοπούλου να μιλήσει με την Αθηνά Αθανασίου και την Τζούντιθ Μπάτλερ. Τις ευχαριστούμε θερμά και τις τρεις.
Για όλα αυτά, και με αφετηρία το βιβλίο, ζητήσαμε από την κοινωνική ανθρωπολόγο Ειρήνη Αβραμοπούλου να μιλήσει με την Αθηνά Αθανασίου και την Τζούντιθ Μπάτλερ. Τις ευχαριστούμε θερμά και τις τρεις.
Κρίση και αποστέρηση
Eιρήνη Αβραμοπούλου: Ο τίτλος του βιβλίου
σας είναι Dispossession. Η έννοια της αποστέρησης (dispossession),
εκτός από μια νεοφιλελεύθερη πρακτική επιβαλλόμενης απώλειας ή υλικής
αφαίμαξης, αναδύεται, στο βιβλίο σας, και ως ένας όρος διεκδίκησης μιας άλλης
πολιτικής αντίληψης σχετικά με το τι συνεπάγεται η στέρηση και η απώλεια,
σχετικά με το πώς μπορούν να διεκδικηθούν διαφορετικοί όροι διαβίωσης και
συμβίωσης. Μέσα από αυτή την εννοιολόγηση, η αποστέρηση φαίνεται να επιφέρει
μια «κρίση» στο πολιτικό. Καθώς σήμερα η έννοια της κρίσης εμφανίζεται ως μια
τεχνολογία επικαθορισμού κυρίαρχων λόγων περί οικονομίας, κοινωνίας,
συναισθήματος, βιώσιμης ανθρώπινης ζωής και μετρήσιμων μεγεθών διαβίωσης, γιατί
και με ποιο τρόπο είναι σημαντικό να ξανασκεφτούμε τους όρους μιας άλλης κρίσης;
Τζούντιθ Μπάτλερ: Πρώτα απ’ όλα, πρέπει
να είμαστε προσεκτικές/οί όταν μιλάμε για οικονομική κρίση. Απ’ τη μια, θα ήταν
ασφαλώς αφελές να πούμε ότι δεν υπάρχει οικονομική κρίση, τη στιγμή που την
κοινωνία τη συγκλονίζουν φοβερές αλλαγές ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων
μορφών διαχείρισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της καταστροφής βασικών
κοινωνικών υποδομών, αλλά και της κατάργησης της σταθερής εργασίας και της
ελπίδας για το μέλλον.
Απ’ την άλλη, όμως, αν αυτό το
αποκαλέσουμε «κρίση», είναι σαν να δηλώνουμε πως αναμένουμε μια λύση που θα
αποκαταστήσει την προϋπάρχουσα τάξη. Ο λόγος περί κρίσης υπονοεί ότι υπάρχει
ένα πρόβλημα διαχειρίσιμο και επιλύσιμο. Ωστόσο, το ζήτημα είναι πιο
θεμελιώδες, μια κι έχει γίνει πια φανερό πως αφορά καινοφανείς καπιταλιστικές
τροπικότητες και τις συνέπειές τους στον παγκόσμιο πληθυσμό. Όσο κι αν πρέπει
να εστιάσουμε στις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους και στην εκμετάλλευση που
υφίστανται, πρέπει επίσης να δούμε ότι η ίδια η φύση της εργασίας και της
α-εργίας έχει αλλάξει. Γιατί όταν η εργασία μετατρέπεται σε κάτι ευέλικτο,
περιττό ή παροδικό, τότε καμία δουλειά δεν έχει πλέον διάρκεια, δεν μπορείς να
οργανωθείς σε έναν εργασιακό χώρο που συνεχώς αλλάζει, κι έτσι αυτές καθαυτές
οι συνθήκες που επέτρεπαν κάποτε τον συνδικαλισμό είναι υπό εξαφάνιση.
Όσο, λοιπόν, κι αν το πρεκαριάτο
παραμένει, από αναλυτική άποψη, διακριτό από το προλεταριάτο, τα όρια ανάμεσά
τους συγχέονται ολοένα και περισσότερο: ο/η εργαζόμενος/η είναι πάντοτε
έτοιμος/η να χάσει τη δουλειά του/της, ενώ ο/η άνεργος/η δεν ελπίζει πια παρά
σε κάποια παροδική απασχόληση. Το αποτέλεσμα είναι πως η αποστέρηση έχει γίνει
κάτι που χαρακτηρίζει τόσο τους εργαζόμενους όσο και τους άνεργους, όπως και
όσους αναγκάστηκαν, με μεγάλο ρίσκο, να μεταναστεύσουν, προκειμένου να
εξασφαλίσουν έστω και κάποια παροδική εργασία. Αυτά που παραμένουν είναι ένας
ολοένα διευρυνόμενος ορίζοντας επισφάλειας και ένας νέος χωροχρονικός
σχηματισμός στον οποίο η αποστέρηση είναι ο κανόνας.
Παρ’ όλα αυτά, δεν νομίζω ότι θα έπρεπε όλες
και όλοι να οργανωθούμε κάτω από το λάβαρο της επισφάλειας ή της αποστέρησης.
Οφείλουμε να οργανωθούμε με τρόπους που αναγνωρίζουν τον χαρακτήρα του
νεοφιλελευθερισμού και αντιπαρατίθενται στους τρόπους με τους οποίους αυτός
μεθοδεύει την αποστέρηση. Όμως, για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να καταλάβουμε
πώς λειτουργεί.
Aθηνά Αθανασίου: Προσπαθήσαμε να
σκεφτούμε πάνω στον τρόπο που η «κρίση», ως εξουσιαστικός σχηματισμός του
νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, μας καλεί να ξανα-φανταστούμε, ή να
επαν-εμπλακούμε με το πολιτικό· πώς η αποστέρηση γίνεται αφορμή να
ενεργοποιηθεί το ερώτημα του κριτικού στοχασμού σε καιρούς κρίσης. Έτσι,
ρωτάμε: Πώς ασκείται το πολιτικό, πού «λαμβάνει χώρα» και με ποιους τρόπους;
Πώς επενεργεί η κρίση σε σχέση με την αναπαραγωγή, τη μεταβολή και/ή την
επίταση της πολιτικής υποκειμενικότητας και πώς παίρνει αυτή έμφυλα, φυλετικά
και ταξικά χαρακτηριστικά; Ακόμη, πώς μπορούν αυτά τα ερωτήματα να διατυπωθούν
από τη σκοπιά μιας επιτελεστικής πολιτικής που αντιστέκεται μέσω της επαναδιεκδίκησης
του δημόσιου χώρου και μιας βιώσιμης ζωής;ΡΕΝΈ ΜΑΓΚΡΊΤ, «ΤΟ
ΔΙΠΛΌ ΜΥΣΤΙΚΌ», 1927
Όταν συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού
καθίστανται αναλώσιμες και αφήνονται να εκτεθούν στους θανάσιμους κινδύνους της
φτώχειας, του ρατσισμού, της κρατικής παραμέλησης και βίας, ρωτάμε: Πώς
μπορούμε «εμείς», ως υποκείμενα της κρίσης (με όλες τις αναταράξεις, τις
αβεβαιότητες και τις αδυνατότητες που σημαδεύουν αυτό το «εμείς»), να
κινητοποιήσουμε μια αγωνιστική (και όχι ανταγωνιστική σύμφωνα
με τη νεοφιλελεύθερη νόρμα) απάντηση στην αποστέρηση; Μια τέτοια αναθέσμιση του
κοινωνικού είναι που κινητοποιεί το πολιτικό φαντασιακό της ριζοσπαστικής
δημοκρατίας σήμερα.
(Νεο)φιλελευθερισμός και
αναγνώριση
Eιρ. Aβραμοπούλου: Ο αγώνας για αναγνώριση
συνήθως ταυτίζεται με μια πολιτική των ταυτοτήτων μέσα από την οποία συχνά
αναπαράγεται η κανονιστική λογική της μίας «αλήθειας» για το υποκείμενο·
παραβλέπεται, έτσι, η πολυπλοκότητα με την οποία λειτουργούν οι σχέσεις
εξουσίας και οι μηχανισμοί της υποκειμενοποίησης. Συζητάτε την ιδέα ότι το
φιλελεύθερο αίτημα της αναγνώρισης ίσως είναι αυτό που κάποιος/α «δεν μπορεί να
μη θέλει». Εδώ θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τον αγώνα για αναγνώριση των
δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων, των μεταναστών και μεταναστριών, των ατόμων με
ειδικές ανάγκες κτλ., όπου «δεν μπορεί κάποια/ος να μη θέλει» το δικαίωμα στην
αναγνώριση αφού αυτό είναι άμεσα αναμετρήσιμο με το ζήτημα της επιβίωσης, έστω
κι αν ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να εμφανιστεί σαν να ήταν η μόνη εναλλακτική
προϋπόθεση ελευθερίας. Πώς αναδύεται η αναγνώριση ως ζήτημα επιβίωσης και πώς
μπορεί να διαχωριστεί από ένα ατομοκεντρικό και ναρκισσιστικό αίτημα
αυτοκαθορισμού;
Α.Αθανασίου: Επικαλούμαστε την
έννοια της αναγνώρισης ως αφορμή για να διερευνήσουμε τι σημαίνει να στοχάζεσαι
πολιτικά πάνω στο υποκείμενο (που δεν είναι το ίδιο με το «άτομο») ως
υποκείμενο της αποστέρησης και της επιβληθείσας επισφάλειας, αλλά επίσης και ως
υποκείμενο «συν-ύπαρξης».
Η αναγνώριση είναι το πεδίο όπου οι όροι
της αναγνωρισιμότητας («ποιος/α» πληροί τις προϋποθέσεις ως αναγνωρίσιμο
υποκείμενο) παράγονται και αναπαράγονται ή κλονίζονται. Η πολιτική της
αναγνώρισης είναι ενδεχομενική σε σχέση με ζητήματα σχέσεων εξουσίας,
υποκειμενοποίησης και διαφοράς, όπως: ποιος/α κυρώνει τη διαφορά και ποιος/α
ζητά αναγνώριση, ποιος/α έχει την εξουσία να παράσχει αναγνώριση, με ποιους
όρους παρέχεται αυτή, ποιες δυνατότητες ενεργοποιεί, ποιες άλλες δυνατότητες
μπορεί να καθιστά αδιανόητες. Καθώς η αναγνώριση ενσωματώνει ιστορίες τραυμάτων
και αποκλεισμών, μπορεί επίσης να ενεργοποιηθεί ώστε να εκθέσει, να κλονίσει
και να μετασχηματίσει τέτοιους κανονιστικούς όρους και τέτοια όρια
αναγνωρισιμότητας.
Το πρόβλημα με την αναγνώριση είναι ότι το
αίτημα αναγνώρισης εμπλέκεται απαραιτήτως με την κρατική ή νομική εξουσία
θέσπισης των όρων της αναγνωρίσιμης υποκειμενικότητας. Με το να ζητά κανείς από
το κράτος να αναγνωρίσει συγκεκριμένους τρόπους ζωής, οικειότητας ή ένταξης,
διακινδυνεύει να συναινέσει με τους θεσπισμένους κανόνες για την
υποκειμενικότητα· την ίδια στιγμή όμως, προκαλεί μια δημιουργική κρίση σε
αυτούς τους κανόνες και τους διαχωρισμούς.
Στο πλαίσιο μιας αριστερής πολιτικής, η
αναγνώριση πρέπει να εμπλέκεται κριτικά με τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονται
όσες και όσοι απειλούνται από τον ρατσισμό, την κρατική βία, την ταξική
εκμετάλλευση, τον ηγεμονικό ανδρισμό και την ετεροκανονικότητα. Η αναγνώριση
ανοίγει τον δρόμο για τον μετασχηματισμό των συνθηκών που έχουν επιτρέψει αυτές
τις τραυματικές εμπειρίες και αυτές τις αδικίες.
Τζ. Μπάτλερ: Αυτή είναι μια πολύ
καλή ερώτηση. Ας ξεκινήσουμε από το τι προϋποθέτει η σκηνή της αναγνώρισης.
Τίθεται πρώτα απ’ όλα το ερώτημα ποιος αναγνωρίζει ποιον, δηλαδή ποιος έχει την
εξουσία να παράσχει αναγνώριση. Δεν υπάρχει αναγνώριση χωρίς κάποιο πρόσωπο ή
θεσμό που έχει την εξουσία να την παράσχει. Έπειτα, τίθεται το ερώτημα ποιος
ζητά την αναγνώριση. Αν τη ζητά κάποιο πρόσωπο ή συλλογικότητα, τότε το αίτημα
απευθύνεται σε κάποιο πρόσωπο ή θεσμό που έχει την εξουσία να την παράσχει. Υπό
την έννοια αυτή, η σκηνή της αναγνώρισης προϋποθέτει και αναπαράγει μια
ιεραρχική διευθέτηση των σχέσεων εξουσίας. Η αναγνώριση δεν είναι απλώς μια
πράξη, αλλά η ενεργοποίηση ενός πολύπλοκου συνόλου σχέσεων εξουσίας. Έπειτα,
υπάρχει ένα τρίτο πρόβλημα: με ποιους όρους παρέχεται η αναγνώριση και πώς
καθιερώνονται αυτοί. Μπορεί να επιθυμούμε την αναγνώριση, αλλά ταυτόχρονα να
αντιτιθέμεθα στους όρους υπό τους οποίους αυτή μας δίνεται. Εδώ, εκτυλίσσεται
μια πάλη στο επίπεδο του πολιτικού λόγου. Έτσι, κάποιος μπορεί να επιθυμεί την
αναγνώριση, αλλά όχι εντός του πεδίου αναγνωρισιμότητας που εδραιώνει
συγκεκριμένους μόνο πληθυσμούς σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες και
ταυτόχρονα παράγει το μη αναγνωρίσιμο. Η αποδοχή της αναγνώρισης εντός μιας
τέτοιας συνθήκης σημαίνει αποδοχή τόσο της ανισότητας όσο και της κοινωνικής
απάλειψης κάποιων άλλων. Εάν μια ταυτοτική θέση επιμένει να διεκδικεί το
δικαίωμα της αναγνώρισης μόνο για μια ομάδα, χωρίς να αναγνωρίζει πως, κατά τη
διαδικασία αυτή, κάποια άλλη ομάδα απαλείφεται, τότε η πολιτική της αναγνώρισης
γίνεται ένα εργαλείο για την πολιτική της ανισότητας και του αποκλεισμού.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η αναγνώριση
μπορεί να λειτουργήσει μόνο στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής αριστερής συμμαχίας
και των αγώνων της ενάντια στην επισφάλεια και την απάλειψη, με βάση την
ισότητα και τη δικαιοσύνη. Η αναγνώριση δεν είναι ένας τελικός ή απομονωμένος
σκοπός.
Πολιτική της πληθυντικής
επιτελεστικότητας
Eιρ. Aβραμοπούλου: Το βιβλίο σας χτίζεται
τόσο πάνω σε έναν ουσιαστικό διάλογο, όσο και σε ένα βαθύ και κριτικό
(δια-)προσωπικό διαλογισμό. Επομένως, προσφέρεται στις/στους αναγνώστριες/στες
σαν μια στρατηγική γραφής διαφορετική από την κλασική μονογραφία-μονόλογο,
αναδεικνύοντας το διακύβευμα της διανοητικής και πολιτικής συμμαχίας. Αυτές
είναι άλλωστε και οι κύριες έννοιες πάνω στις οποίες στηρίζετε την έννοια της
«πληθυντικής επιτελεστικότητας» (plural performativity). Αναφέρεστε,
συγκεκριμένα, στο book bloc, μια πορεία διαμαρτυρίας στους δρόμους ευρωπαϊκών
πόλεων όπου οι διαδηλωτές και οι διαδηλώτριες «φόρεσαν» τα βιβλία τους ως
ασπίδες υπεράσπισης των δημόσιων πανεπιστημίων και βιβλιοθηκών. Τι μπορεί να
περιμένουμε τη στιγμή που τα βιβλία βγαίνουν στους δρόμους για να
διαμαρτυρηθούν και να εξεγερθούν; Ποια είναι η σημασία μιας συμμαχίας μεταξύ
της κριτικής θεωρίας και της ριζοσπαστικής δράσης;
A. Aθανασίου: Η πληθυντική
επιτελεστικότητα (που δεν είναι το ίδιο πράγμα με τον «πλουραλισμό» του
φιλελευθερισμού) προϋποθέτει συλλογικά εγχειρήματα κριτικής σκέψης και πράξης.
Τέτοιες διαδικασίες ανάπτυξης της πληθυντικότητας αμφισβητούν τον εγωκεντρισμό
του φιλελεύθερου, κτητικού ατομισμού. Επίσης, αμφισβητούν τις ουσιοκρατικές και
ολοκληρωτικές θεωρήσεις που συχνά χαρακτηρίζουν την έννοια της κοινότητας. Αυτή
η πολιτική της επιτελεστικότητας δεν απαλείφει την αίσθηση της ενικότητας ή του
ανήκειν σε μια κοινότητα αλλά προσφέρει τον απαραίτητο χώρο για δια-σύνδεση.
Επιδιώκει να παραγάγει διαφορά χωρίς να την προεξοφλεί.
Οι ανθρωπιστικές επιστήμες (humanities)
παίζουν κρίσιμο ρόλο στις αναδυόμενες επιστημολογίες της κρίσης ως κριτικές
επιστημολογίες, διότι αναφέρονται σε πολλαπλές αντιλήψεις της ανθρωπότητας
(humanity) και της «ανθρωπινότητας». Το διπλό νόημα της λέξης «humanities»
είναι εδώ ενδεικτικό. Οι εναλλακτικές ανθρωπιστικές επιστήμες αφιερώνονται σε
εναλλακτικές «ανθρωπότητες» (όπως τις «γυναίκες», τους «ιθαγενείς», τους
φτωχούς, τους άστεγους, τους ομοφυλόφιλους, τους ξένους, τους απάτριδες, τους
«χωρίς χαρτιά», όλους όσοι έχουν ιστορικά χρωματιστεί ως «μη κανονικοί
άνθρωποι») κι έτσι αμφισβητούν τους όρους με τους οποίους αποδίδεται
διαφορετικός βαθμός «ανθρωπινότητας» στην καθεμιά και στον καθένα μας,
προσφέροντας παράλληλα εναλλακτικές αντιλήψεις για το τι μπορεί να
περιλαμβάνεται στο «ανθρώπινο».
Στο πλαίσιο του κυρίαρχου οικονομικού
δόγματος της εποχής μας, οι ανθρωπιστικές επιστήμες υποβαθμίζονται και
καλούνται να συμμορφωθούν στη διαχειριστική λογική σχημάτων επιχειρηματικής
γνώσης. Συνεπώς, η ιστορική ευθύνη της κριτικής θεωρίας σήμερα είναι ακριβώς να
ξανα-φανταστεί και να επαν-ενεργοποιήσει την κριτική του παρόντος, ώστε να απελευθερωθούν
νέες δυνατότητες για ισότητα κι ελευθερία.
Τζ. Μπάτλερ: Για να
απαντήσουμε, πρέπει να σκεφτούμε τις πρόσφατες κινητοποιήσεις στη Χιλή, την
Ελλάδα, τον Καναδά, τη Βουλγαρία, που υπερασπίζονται το δικαίωμα σε μια
εκπαίδευση οικονομικά προσιτή. Οι κινητοποιήσεις δεν είχαν ως αίτημα απλώς τη
μείωση ή την κατάργηση των διδάκτρων (ή τη μη επιβολή τους), αλλά κυρίως τη
θέσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού, ως κοινωνικής αξίας που
δεν μπορεί να αποτιμάται με νεοφιλελεύθερους δείκτες. Η ευρεία αντίσταση στη
Συνθήκη της Μπολόνια και στην οικονομετρική αποτίμηση της παραγωγής γνώσης που
επέβαλε, περιλαμβάνει σαφώς την απαίτηση για μια προσιτή εκπαίδευση, αλλά και
μια εκπαίδευση που θα προσφέρει δυνατότητες επανεκτίμησης του τι είναι πραγματικά
πολύτιμο για τις κοινωνίες, και που θα διευρύνει τις γενικά αποδεκτές
κοινωνικές και πολιτικές αξίες –όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η ισότητα–
αλλά και αισθητικές αξίες που θα υπερβαίνουν το νεοφιλελεύθερο φαντασιακό.
Χρειάζεται λοιπόν μια κριτική σκοπιά από την οποία θα μπορούμε να υποστηρίξουμε
ότι νεοφιλελεύθεροι δείκτες όπως η ποσοτική εκτίμηση, το κέρδος και οι
οικονομικές επιπτώσεις επιφέρουν βίαιες εκπτώσεις στο πεδίο των αξιών. Αυτή η
οπτική επιβεβαιώνει την αξία, αλλά και τον επείγοντα χαρακτήρα, της κριτικής
θεωρίας.
Οι φοιτήτριες και οι φοιτητές που
διαδηλώνουν επικυρώνουν τους εαυτούς τους ως δημόσια δρώντες, επικυρώνοντας
παράλληλα την εκπαίδευση ως δημόσιο αγαθό. Επιδεικνύοντας δε αυτά τα βιβλία,
δείχνουν και τι είναι αυτό που κινδυνεύει να χαθεί. Το μήνυμα βρίσκεται στη
δράση. Η υλικότητα του βιβλίου, ή ακόμα και το όνομα της/του συγγραφέα ή ο
τίτλος του βιβλίου, μπορούν να δείξουν ποια είναι τα πολύτιμα εκείνα πράγματα
που κινδυνεύουν να χαθούν. Το να διαδηλώνεις μαζί με αυτά τα βιβλία σημαίνει
ότι διαδηλώνεις την αξία τους (και ότι διαδηλώνεις την αξία της διαδήλωσης),
υποστηρίζοντας δημόσια την ανάγνωση και τη διατήρηση των θεσμών στο πλαίσιο των
οποίων αυτά τα βιβλία διαβάζονται. To book bloc διακηρύσσει: Να τι χάνεται όταν
τα πανεπιστήμια καταργούν τις ανθρωπιστικές σπουδές, τις κοινωνικές επιστήμες,
τις καλές τέχνες, τις σπουδές κριτικής θεωρίας. Οι διαδηλώσεις αυτές γνωρίζουν
τι είδους απώλεια μπορεί να συμβεί, και βγάζουν τα βιβλία από τις βιβλιοθήκες
στο δρόμο για να σταματήσουν την καταστροφή.
Κοινωνικά κινήματα και Αριστερά
Eιρ. Aβραμοπούλου: Ποιες είναι οι σύγχρονες
προκλήσεις στη συγκρότηση ενός αριστερού ριζοσπαστικού πολιτικού λόγου αλλά και
για τη σύγχρονη φεμινιστική θεωρία υπό το φως της παρούσας πυκνής πολιτικής
συγκυρίας αντίστασης και εξέγερσης, από την Αραβική Άνοιξη μέχρι τη Βραζιλία,
από το Σύνταγμα μέχρι την πλατεία Γκεζί;
Τζ. Μπάτλερ: Δεν ξέρω αν είμαι
η καταλληλότερη για να απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα. Αυτό το ερώτημα δεν
απαντιέται από μια μεμονωμένη διανοήτρια, αλλά χρειάζεται έναν ευρύτερο διάλογο
μεταξύ πολλών. Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε, η Αθηνά κι εγώ, ήταν να
αντιπαραβάλουμε μορφές πληθυντικής επιτελεστικής δράσης σε διαφορετικές
περιοχές, προκειμένου να δούμε τι είδους ομοιότητες θα ανέκυπταν, και τι
διαφορές. Πρόκειται πάντως για ένα αποσπασματικό εγχείρημα μάλλον, παρά για μια
συστηματική έρευνα. Πιστεύω πραγματικά ότι όπως, απ’ τη μια πλευρά, οι
κυβερνήσεις συμβάλλονται με ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες καταλαμβάνουν ή
καταστρέφουν το δημόσιο χώρο, τις δημόσιες υπηρεσίες και τα βασικά δομικά
στοιχεία της δημόσιας ζωής, από τους δρόμους ως τα σχολεία, έτσι υπάρχει, απ’
την άλλη, μια ολοένα και περισσότερο διαδεδομένη κατανόηση του πώς δουλεύει ο
καπιταλισμός στις μέρες μας. Στη Βραζιλία, η παράδοση ολόκληρων τμημάτων του
Ρίο στην ακραία φτώχεια λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα με τη μαζική εισροή και
επένδυση κεφαλαίων για την κατασκευή των υποδομών των Ολυμπιακών Αγώνων. Αυτό
είναι ολοφάνερο, και η σχέση μεταξύ της αύξησης του πλούτου των ολίγων και της δραστικής
φτωχοποίησης των πολλών έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους για να διαδηλώσει την
αντίθεσή του σε αυτή τη φοβερή αδικία και στην καταστροφή του δημόσιου χώρου —
όπως έγινε στο Γκεζί.
Αλλά επίσης καταστρέφεται η ιδέα πως οι
κυβερνήσεις έχουν ακόμη ως υποχρέωσή τους –εξ ορισμού– την εκπροσώπηση του
λαού, των συμφερόντων, των αιτημάτων και της ευημερίας του. Το κράτος
αποσυνδέεται, ολοένα και περισσότερο, από το καθήκον της εκπροσώπησης της
λαϊκής βούλησης και γίνεται ένα όχημα επέκτασης των αγορών. Τα μαζικά κινήματα
του δρόμου αποτελούν έτσι την εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας, τη στιγμή ακριβώς
που το κράτος εγκαταλείπει τις υποχρεώσεις του σχετικά με την εκπροσώπηση του
λαού και τη διαφύλαξη του δημόσιου χώρου και των δημόσιων αγαθών, ενώ
προσδένεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η βασική πολιτική απαίτηση των
καιρών μας είναι η διακοπή και η έκθεση της φυσικοποίησης και της επιτάχυνσης
αυτής της διαδικασίας, καθώς και η επανεπικύρωση του «λαού», ώστε η δημοκρατία
να γίνει αντικείμενο δημόσιας συνάρθρωσης και διαβούλευσης.
A. Aθανασίου: Τα σημερινά
καθεστώτα διαχείρισης της κρίσης περιλαμβάνουν την καταστροφή των δημόσιων
χώρων και υπηρεσιών, την εμβάθυνση των ανισοτήτων, τον ευτελισμό της εργασίας,
τη βιοπολιτική κατάληψη της ζωής από την οικονομία, τον κρατικό απολυταρχισμό
και τη λήψη αυταρχικών μέτρων κοινωνικής κανονικοποίησης. Ο νεοφιλελευθερισμός
δεν αφορά μόνο την αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, αλλά
επίσης μια νεοσυντηρητική κυβερνο-λογική,[1] η οποία
περιλαμβάνει, εκτός από την αναδιανομή κεφαλαίων, και μια αναδιάταξη του
κοινωνικού και του πολιτικού και, κυρίως, των κανονιστικών προϋποθέσεων της
πολιτικής υποκειμενικότητας.
Σε μια Ευρώπη που γίνεται μάρτυρας της
έξαρσης νεοναζιστικών ιδεολογιών και πρακτικών, η πολιτική που παράγει
«περιττούς» και απεγνωσμένους ανθρώπους σχετίζεται πολλαπλώς με τον φασισμό,
τον ρατσισμό και την ακραία εθνικιστική ιδέα της ομοιογενούς και αποκλειστικής
κοινότητας, μαζί με θεμελιώδεις συνιστώσες της όπως ο ηγεμονικός ανδρισμός και
η ετεροκανονικότητα.
Έτσι, η νεοφιλελεύθερη κυβερνο-λογική που
αποκαλούμε «κρίση» εξελίσσεται σε μια εξουσιαστική τροπικότητα η οποία
επαφίεται στην παραγωγή επισφαλών και αναλώσιμων πληθυσμών σύμφωνα με
κατεστημένους κανόνες που αφορούν την κεφαλαιακή συσσώρευση, το φύλο, τη
σεξουαλικότητα και την εθνικότητα. Πιστεύω ότι το ζήτημα μιας αντιφασιστικής,
αντινεοφιλελεύθερης και φεμινιστικής πολιτικής συμμαχίας πρέπει να διατηρηθεί
ενεργό ως μια διαρκής πρόκληση για την επιτελεστική παραγωγή διαφορετικών
τρόπων συλλογικής σκέψης και δράσης, εναλλακτικών στα κυρίαρχα σχήματα της
κοινότητας και της (οικονομικής, εθνικής, έμφυλης ή σεξουαλικής) κανονικότητας.
Είναι σ’ αυτό το πλαίσιο που στο βιβλίο μας εννοιολογούμε το πολιτικό ως
επιτελεστικό.
Τη συνέντευξη πήρε η Ειρήνη Αβραμοπούλου
και μετέφρασε ο Δημήτρης Ιωάννου.
[1]
Απόδοση του όρου «governmentality» (gouvernementalité) που εισήγαγε ο Φουκώ
στις διαλέξεις του στο Κολλέγιο της Γαλλίας με γενικό τίτλο «Ασφάλεια,
επικράτεια, πληθυσμός» το 1977-78. (Σ.τ.Μ.)
Πηγή: enthemata.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου