Εβδομήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Βάλτερ Μπένγιαμιν, το ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη Νταβίντ Μαούας, «Ποιος σκότωσε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν;» ρίχνει φως στη σκοτεινή περίοδο, και κυρίως στις τελευταίες μέρες του Γερμανοεβραίου στοχαστή, ο οποίος αυτοκτόνησε στο Πορτ-Μπου της Ισπανίας στις 26 Σεπτεμβρίου 1940. Η ταινία, που προβλήθηκε πρόσφατα στο Βερολίνο, αλλά και στις επετειακές εκδηλώσεις για τον Μπένγιαμιν, στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Βαρκελώνης, παρουσιάζει, μέσα από μαρτυρίες κατοίκων και συνεντεύξεις μελετητών, το πορτρέτο της ισπανικής κωμόπολης στη σκιά του θανάτου του πιο σημαντικού «κατοίκου» της, και αποτελεί μια διεισδυτική και κριτική ματιά σε ένα επίμαχο ζήτημα, φωτίζοντας σημαντικές πτυχές, αλλά και αναδεικνύοντας αντιφάσεις, σχετικές με την εκδοχή της «αυτοκτονίας».
– Κύριε Μαούας, ποια συναισθήματα έχει κανείς φτάνοντας στον σιδηροδρομικό σταθμό του Πορτ-Μπου, ένα μικρό χωριό που παραμένει ο «τόπος ενός μύθου» και συντηρεί τον «μύθο του τόπου», καθώς συνδέεται στενά με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν;
– Πρώτα απ’ όλα, το Πορτ-Μπου είναι μια συνοριακή πόλη που συνδέεται άμεσα με τους πρόσφυγες του Ισπανικού Εμφύλιου και του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, είναι επιπλέον, ότι παραμένει σταθερά το συνοριακό πέρασμα και τα επόμενα χρόνια. Αν δούμε τον χάρτη της πόλης, παρατηρούμε πόσο κυρίαρχη είναι η «παρουσία» του σιδηροδρομικού σταθμού. Κατά κάποιον τρόπο, το Πορτ-Μπου είναι κάτι σαν το «Μακόντο», στο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ, έχει κανείς την αίσθηση ότι θα εξαφανιστεί όταν κάποτε κλείσει ο σταθμός.
– Ποια ήταν η κύρια δυσκολία που αντιμετωπίσατε στα γυρίσματα, αν λάβει κανείς υπόψη, ότι συνομιλήσατε και με αρκετούς κατοίκους του Πορτ-Μπου, που έζησαν από κοντά τα γεγονότα;
– Οι βασικές δυσκολίες, όπως σε όλες τις περιπτώσεις, ήταν πάνω απ’ όλα οικονομικές. Η έρευνα φυσικά, δεν ήταν εύκολη υπόθεση, και η φύση της δουλειάς, δουλεύοντας πάνω σ’ ένα ντοκιμαντέρ, ειδικά με ένα τέτοιο θέμα, είναι πάντα μια πολύπλοκη διαδικασία. Επιπλέον, το να συνομιλείς με ανθρώπους που έζησαν κάποιες ιστορικές στιγμές, συχνά εν αγνοία τους, έχεις την αίσθηση ότι είναι σαν να τους ανακρίνεις, σαν να επιδιώκεις να αποσπάσεις μια «ομολογία», αλλά αυτό είναι στη φύση της δουλειάς.
– Υπάρχουν δύο κυρίαρχοι «μύθοι» σχετικά με τις τελευταίες μέρες του Βάλτερ Μπένγιαμιν: ο τρόπος που κατέληξε, και τα χαμένα χειρόγραφα σε μια βαλίτσα που δεν βρέθηκε ποτέ. Ποια είναι τα δικά σας συμπεράσματα;
– Μην ξεχνάτε τον φάκελο της αυτοκτονίας. Ολα ξεκινούν από αυτό το επίμαχο στοιχείο και τα συναφή ερωτήματα (ιατροδικαστική έκθεση, ληξιαρχική πράξη θανάτου, ταφή στον καθολικό τομέα, τα εμπλεκόμενα πρόσωπα κ.λπ.). Σε αυτό το σημείο θέλω να είμαι απόλυτα σαφής: δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία σχετικά με τον θάνατο του Μπένγιαμιν, κάτι που δεν σημαίνει όμως ότι συμμερίζομαι το «σενάριο» για τη δολοφονία του Μπένγιαμιν, όπως πιστεύουν κάποιοι, που προφανώς δεν έχουν δει την ταινία. Οσον αφορά την τσάντα και τα χειρόγραφα, αυτό το ζήτημα ξεκίνησε στα τέλη του ’70, κυρίως με τις αναμνήσεις της Λίζα Φίττκο, που όμως είναι αρκετά αντιφατικές, κι από το γεγονός, ότι επηρέασαν μετέπειτα κάποιους ιστορικούς. Ακόμα και το θέμα της διαφυγής έχει κάποια κενά.
– Το ντοκιμαντέρ, αρχής γενομένης από τον τίτλο του («Ποιος σκότωσε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν;»), αλλά και από τη δομή του, έχει κανείς την αίσθηση ότι «δανείζεται» κάποια στοιχεία από ένα πολιτικό θρίλερ. Αυτή ήταν η αρχική σας πρόθεση ή αποτελεί συστατικό στοιχείο της ιστορίας;
– Φυσικά, ισχύουν και τα δύο, αυτό είναι αυτονόητο, πρόκειται για μια ξεκάθαρη στρατηγική. Ο ιστορικός, ο σκηνοθέτης, ο ερευνητής που κοιτάζει πίσω, από το παρόν προς το παρελθόν, αναζητώντας τα ίχνη ενός πιθανού «εγκλήματος», επιχειρεί να διερευνήσει και να κατανοήσει το τι ακριβώς συνέβη, καμιά φορά προσπαθεί «να περάσει από την τρύπα της βελόνας». Αλλά και πέραν τούτου, μην ξεχνάμε ότι ο Μπένγιαμιν ήταν λάτρης του αστυνομικού μυθιστορήματος, αν θυμηθούμε την επιστολή του στον Σόλεμ, όπου ανάμεσα στ’ άλλα αναφέρεται και στον Σιμενόν.
– Υπάρχει η αίσθηση ενός «αξεδιάλυτου μυστηρίου», μιας «άλυτης υπόθεσης», σχετικά με τον θάνατο του Μπένγιαμιν, αφού κάποια ερωτήματα (η παρουσία της Γκεστάπο στο Πορτ-Μπου, οι διαφορές ανάμεσα στις μαρτυρίες της Λίζα Φίττκο και της Χέννυ Γκάρλαντ, το ερώτημα σχετικά με τη μορφίνη κ.λπ.) παραμένουν ανοιχτά. Υπάρχει το ενδεχόμενο, να προκύψουν νέα στοιχεία;
– Αυτό το ενδεχόμενο παραμένει πάντα ανοιχτό. Από την άλλη όμως, η εκδοχή των «σταλινικών πρακτόρων», σύμφωνα με τις δικές μου έρευνες, δεν μου φαίνεται ούτε πειστική ούτε ελκυστική, αυτή η θεωρία έχει πολλές αδυναμίες.
– Ποιο είαι το «συναρπαστικό» και τραγικό συνάμα στον Μπένγιαμιν, η βιογραφία του ή ο θάνατός του, αν λάβουμε υπόψη, ότι, αν ήταν λίγο υπομονετικός, πολύ πιθανόν να είχε καταφέρει να διαφύγει μαζί με τους άλλους πρόσφυγες;
– Κατά μία έννοια, δεν υπάρχει κάτι το «συναρπαστικό» στη ζωή και τον θάνατο του Βάλτερ Μπένγιαμιν, υπάρχει μόνο η τραγωδία, κι αυτή είναι μέρος της μεγαλύτερης τραγωδίας που έζησε η Ευρώπη εκείνα τα χρόνια. Ο Μπένγιαμιν πέθανε στα σύνορα, μόνος, και είναι ένα ενδιαφέρον ζήτημα, να συζητήσει κανείς αυτές τις συνθήκες, δηλ. ποια είναι τα βήματα ενός ανθρώπου που οδηγείται μοναχικά στον θάνατο, στην προσπάθειά του να διασχίσει τα σύνορα, να διαφύγει, να σωθεί. Οσον αφορά το «ιατρικό μέρος», δηλ. την κατάσταση της υγείας του, δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει τους συντρόφους τους, δεν ήταν σε καλή κατάσταση, και πιθανόν να μην κατάφερνε μέχρι το τέλος.
– Μια τελευταία ερώτηση: κατά τη γνώμη σας, ποια πόλη είναι πιο κοντά στον Μπένγιαμιν, το Βερολίνο ή το Παρίσι;
– Αισθητικά, το Παρίσι, ψυχικά, το Βερολίνο. Για να είμαι όμως ειλικρινής, δεν με είχε απασχολήσει μέχρι σήμερα αυτό το ζήτημα.
Κώστας Θ. Καλφόπουλος, Η Καθημερινή, Παρασκευή, 17 Δεκεμβρίου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου