Συχνά
η κριτική προσέγγιση της εκπαίδευσης επικεντρώνεται στη σχέση της ευματάβλητης
– σχεδόν φασματικής - μη σταθερής κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας
με το σχολικό πρόγραμμα σπουδών, το περιεχόμενο των μαθημάτων και την
τυπολογία/μεθοδολογία της αξιολόγησης.
Οι
θετικές και αρνητικές (αντι)δράσεις στις σύγχρονες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις
φαίνεται να συγκλίνουν στο εξής: οι εμπλεκόμενοι (είτε συγκρουσιακά είτε
συναινετικά) προκρίνουν ένα σχολείο που παραμένει ο αναγκαίος και ικανός θεσμός
κοινωνικοποίησης. Οι διαφωνίες αφορούν το σκοπό του σχολείου. Αν αυτό οφείλει
να προετοιμάσει τους μαθητές/τριες να προσαρμοστούν στις ασταθείς κοινωνικές
πραγματικότητες ή να αντισταθούν στις πολιτικές δυνάμεις που επιτάσσουν την
αναγωγή αυτής της αστάθειας σε αξία.
Σε
αυτή την απόδοση αξίας, μάλιστα, αποβλέπουν μια σειρά από νέες λέξεις και
ορισμoύς που αλλάζουν διαρκώς. Πριν καλά - καλά εμπεδώσουμε μια προσέγγιση στην
εννοιολόγηση, λόγου χάρη, της εκπαιδευτικής καινοτομίας εισάγεται ένας άλλος
όρος εκείνος της εκπαιδευτικής δημιουργικότητας. Πριν ολοκληρωθεί η συζήτηση
για τις δεξιότητες κλειδιά, εισάγεται ο όρος της ικανότητας που άλλοτε
συνδέεται με την επάρκεια [competence], άλλοτε με τα επαγγελματικά
προσόντα [qualification] και άλλοτε με το μαθησιακό αποτέλεσμα [learning
outcome].