Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Chico and Rita. Havana. New York

Toυ Νικόλα Ζώη

 Ένας θρύλος της τζαζ, ένας σκηνοθέτης με Οσκαρ, ο σχεδιαστής της μασκότ των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης και η Κούβα της δεκαετίας του ΄40. Τα κινούμενα σκίτσα για ενηλίκους γίνονται τάση στον κινηματογράφο και η ταινία «Τσίκο και Ρίτα» που βγήκε στις αίθουσες του Λονδίνου την προηγούμενη εβδομάδα αποδίδει έναν «σέξι» φόρο τιμής στους χαμένους ήρωες της κουβανέζικης μουσικής. 

Ο πιανίστας Μπέμπο Βαλντέζ άρχισε την καριέρα του στα νάιτ κλαμπ της Αβάνας του ΄40 και καθόρισε την κουβανέζικη μουσική όσο λίγοι. Η συνεισφορά του κάποια στιγμή ξεχάστηκε από μερικούς, η μουσική του όμως διατήρησε ζωντανό τον αισθησιασμό της, παρά τα 93 του χρόνια. Αν και οι επαγγελματικές διέξοδοι που του προσέφερε η επανάσταση στην Κούβα το 1959 τον οδήγησαν τελικά στη Σουηδία, αν και μέχρι πριν από δέκα χρόνια οι θαμώνες των ρεστοράν στα οποία εμφανιζόταν αδιαφορούσαν για το παρελθόν του ανδρός, οι παθιασμένες μελωδίες του δεν υπολείπονταν σε έξαψη, ούτε καν με την παγωμένη Στοκχόλμη σε δεύτερο πλάνο. Εκεί ήταν όταν ένα βράδυ ένας βραβευμένος με Οσκαρ ισπανός σκηνοθέτης αναγνώρισε τον θρυλικό πιανίστα και τον κάλεσε στην ενεργό δράση, έχοντας κατά νου ένα σχέδιο. Ο Φερνάντο Τρουέμπα ζήτησε από τον ισπανό σχεδιαστή Χαβιέ Μαρισκάλ να αναλάβει την εικονογράφηση του artwork του εγχειρήματος που είχε στο μυαλό του, και αυτό που ακολούθησε ήταν ένα ντοκιμαντέρ για τη λάτιν- τζαζ και μερικά Grammy για τα άλμπουμ που ο Βαλντέζ ξανάρχισε στο μεταξύ να γράφει. Οι επόμενες συνεργασίες του Τρουέμπα και του Μαρισκάλ γέννησαν μέχρι και ένα εστιατόριο με τζαζ μουσική στη Μαδρίτη. Και στην τελευταία τους, με το αρχικό σχέδιο να έχει πάρει διαστάσεις αποστολής, η δημιουργική τους ενέργεια συμπυκνώθηκε σε μια animation ταινία, εμπνευσμένη ώς έναν βαθμό, από τη ζωή του Βαλντέζ.



Το «Τσίκο και Ρίτα» είναι μια καθαρά ερωτική ιστορία, τοποθετημένη στη δεκαετία του ΄40, όταν οι επισκέπτες της Αβάνας σήκωναν τα μάτια για να χαζέψουν δεκάδες πινακίδες νέον και οι ντόπιοι κατέβαιναν σκαλιά υπογείων για να χορέψουν μέχρι το πρωί. Ενα ιδανικό σκηνικό για να γνωριστούν ένας νεαρός, ταλαντούχος πιανίστας με μια αισθησιακή, χαρισματική τραγουδίστρια και να μοιραστούν μια νύχτα πάθους. Ενα φόντο κατάλληλο για τη θυελλώδη σχέση τους, στη διάρκεια της οποίας διεκδικούν αρκετές φορές ο ένας την αγάπη του άλλου και ταξιδεύουν μέχρι τη Νέα Υόρκη ή το Παρίσι όσο οι καριέρες τους έχουν τα δικά τους σκαμπανεβάσματα. 




Ερωτικό γράμμα
Στη Ρίτα χαρίζει τη φωνή της η σταρ του φλαμένκο Εστρέλα Μορέντε ενώ η εμφάνιση του Τσίκο βασίστηκε σε παλιές φωτογραφίες του Βαλντέζ. Ακόμα και τα χέρια του ήρωα σχεδιάστηκαν με πρότυπο εκείνα του κουβανού πιανίστα, η ταινία όμως δεν αφορά εκείνον. Είναι μάλλον ένα ερωτικόγράμμα στη μουσική που στα τέλη του ΄40 ταξίδεψε μέχρι το λίκνο της μπίμποπ στη Νέα Υόρκη για να προικίσει το νέο μουσικό είδος με τους φρενήρεις ρυθμούς της, στη συνέχεια όμως είδε τις πόρτες του Φιντέλ Κάστρο κλειστές λόγω της επιμιξίας με την «ιμπεριαλιστική» τζαζ. Οχι ότι η Αμερική επέδειξε μεγαλύτερη κατανόηση. «Οταν ακούς τους Αμερικανούς να μιλάνε για την τζαζ, όλα αρχίζουν με τον Τσάρλι Πάρκερ και τον Ντίζι Γκιλέσπι. Οι ισπανοί ή κουβανοί ακροατές όμως αρχίζουν από τον Μπέμπο Βαλντέζ» έλεγε σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα indielondon ο Χαβιέ Μαρισκάλ. «Επομένως έπρεπε να εξασφαλίσουμε ότι το κοινό θα τον θυμάται στο μέλλον και θα αντιληφθεί ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι, και άλλοι κόσμοι». 


Η αναπαράσταση «του άλλου κόσμου» βέβαια έπρεπε (σε αντίθεση με τη στάση του Τσίκο απέναντι στη Ρίτα) να είναι πιστή. Τη μουσική ανέλαβε να γράψει ο ίδιος ο Βαλντέζ και το σάουντρακ εμπλουτίστηκε και με τραγούδια των Πάρκερ, Γκιλέσπι, Τίτο Πουέντε και Θελόνιους Μονκ. Τα πλούσια, σχεδόν μπαρόκ, πλάνα μαρτυρούν εμμονή με την ακρίβεια και αναβιώνουν την Αβάνα των τελών της δεκαετίας του ΄40 και των αρχών του ΄50 φέρνοντας, σύμφωνα με αναφορές, δάκρυα σε όσους από το κοινό έχουν στην τσέπη τους παλιά κουβανέζικη ταυτότητα. Βασική πηγή πληροφοριών για την ανακατασκευή του παρελθόντος ήταν το σχολαστικό φωτογραφικό αρχείο της κυβέρνησης της εποχής που έπεσε στα χέρια των παραγωγών καθώς και οι ίδιοι οι άνθρωποι. Ο Τρουέμπα και ο Μαρισκάλ ταξίδεψαν μέχρι την Κούβα και συνάντησαν χορευτές που γνώριζαν μόνο το παλιό χορευτικό στυλ. «Τους κινηματογραφήσαμε να χορεύουν» έλεγαν πρόσφατα οι δύο δημιουργοί στους κυριακάτικους «Τimes» του Λονδίνου «και ύστερα τους ζωγραφίσαμε. Ετσι, αυτοί οι όμορφοι νεαροί χορευτές που βλέπετε στην οθόνη είναι στην ουσία ογδόντα χρονών». 


Ο Βαλντέζ ο οποίος δεν είχε παραδοθεί στη ματαιοδοξία όταν μπορούσε, δεν το έκανε ούτε στην επιστροφή του. Το μόνο που λέγεται ότι ζήτησε για το δωμάτιό του ήταν ένα βολικό τραπέζι δίπλα στο πιάνο για να γράφει τις παρτιτούρες του σάουντρακ, γιατί μέχρι να φτάσει στο μεγάλο γραφείο που του είχε παραχωρήσει η παραγωγή ξεχνούσε τις νότες. 


Ευνοϊκές εξελίξεις
Μια ταινία animation για την κουβανέζικη τζαζ βέβαια, ακόμα και με αρετές όπως ορισμένες απερίφραστα ερωτικές σκηνές, θα δυσκολευόταν να φτάσει στις αίθουσες αν κυκλοφορούσε μερικά χρόνια πριν. Υπήρξαν κάποιες πολύ ευνοϊκές εξελίξεις στην κινηματογραφική παραγωγή που άνοιξαν τον δρόμο για το «Τσίκο και Ρίτα». Το πασίγνωστο πλέον ντοκιμαντέρ «Βuena Vista Social Club» είχε βγάλει το 1999 από την αφάνεια παλιά μεγάλα ονόματα του κουβανέζικου πενταγράμμου, αν και σε αυτήν την περίπτωση η αμερικανική πολιτική είχε παίξει πάλι παράφωνα το κομμάτι της, τιμωρώντας τον μουσικό Ry Cooder με χρηματικό πρόστιμο για την εμπλοκή του στο ντοκιμαντέρ ως «συναλλαγή με τον εχθρό». 


Ταυτόχρονα, η άνοδος των «ενήλικων» καρτούν όπως το «Ρersepolis» της Μαριάν Σατραπί ή το «Βαλς με τον Μπασίρ» του Αρι Φόλμαν είχαν αρχίσει να πείθουν για την αποτελεσματικότητα της τεχνικής του animation και την ικανότητά του να αναμετρηθεί με «σοβαρά» πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, χωρίς να υστερεί σε αναλυτική επάρκεια. Αυτά ήταν τα πρώτα συστατικά της πετυχημένης συνταγής, την οποία οι δημιουργοί φρόντισαν να εμπλουτίσουν και με το δικό τους ιδιαίτερο άρωμα. Ο Φερνάντο Τρουέμπα (με ένα Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας στο σαλόνι του για το «Βelle Εpoque» του 1992) έφερε στη σκηνοθεσία του τη στιβαρότητα ενός κοντραμπάσου. Ο Χαβιέ Μαρισκάλ (που έχει στο πορτφόλιό του από άντεργκραουντ δημιουργίες μέχρι τη μασκότ των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης) προσέθεσε με τις αδρές γραμμές του και τον διακοσμητικό πλούτο του σκίτσου του την αυτοσχεδιαστική ελευθερία ενός σαξοφώνου. Κάπως έτσι, από τις 19 Νοεμβρίου που η ταινία βγήκε στις βρετανικές αίθουσες- στις ελληνικές ίσως να μη φθάσει ποτέ- σκηνοθέτης και σχεδιαστής επιχειρούν να κερδίσουν το μεγάλο στοίχημα της αφήγησης που συνδυάζει κινούμενο σχέδιο και μουσική: να ξαναχτίσουν κόσμους δυσπρόσιτους ακόμα και από την πιο κοφτερή πένα και την πιο οξυδερκή κάμερα. 

 ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails