Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Γ. Χειμωνάς


έξη χιλιάδες νέοι κι έφηβοι παιδιά και κλείστηκαν με φωνές. Απ΄ έξω ένας στρατός να πολιορκεί κι ένας λαός και φώναζε. Ξαφνικά κατέβηκε μια σιωπή κι αυτοί οι νέοι βάρυναν. Αισθάνθηκαν ν΄ αποχτούν ένα ακατανίκητο βάρος και σαν ένα τεράστιο και ταραγμένο σύμπλεγμα όπως εκείνα τα σπαραγμένα ανθρώπινα μαζώματα της καταστροφής. Αβάσταχτα σώματα κι άρχισαν να βουλιάζουν ξαφνικά μέσα στη γη σαν τελευταίοι θάμνοι και χαθήκαν. Σ΄εκείνο το μέρος η γη δεν άντεξε και υποχώρησε σαν μια καθίζηση και χωρίς κανέναν κρότο ο σωρός βούλιαξε μαρμαρωμένος κι αργά σαν καράβι και τεντωμένα άλογα που πέφτουν σε γκρεμνό κι έσπανε σε μεγάλα κομάτια το κάθε κομάτι μεγαλύτερο από το ολόκληρο. Γλυστράν βαθειά και βυθίζονται βαρειά κι αργά στα μαλακά βάθη της γης που έχουν ένα τρυφερό χώμα και πιο βαθειά απ΄ όλες τις ρίζες κι από όλους τους τάφους κι ακόμα πιο βαθειά κι από τις παραχωμένες άγκυρες του κακού και σκαλωμένες. Απότομα η γη έγειρε κι έκανε μια κλίση προς τα εκεί. Αλλά κανείς δεν πλησιάζει το βάραθρο και όλοι αποστρέφονται. Κανείς ποτέ δεν θα τολμήσει να σκύψει και να δει κι ούτε οι μάνες. Κανείς να μην τολμήσει.

Γιώργος Χειμωνάς, Ο γάμος. Κέδρος, 1975

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails