Η νεανική βία, ως κοινωνικό και ψυχολογικό φαινόμενο, έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες την επιστημονική κοινότητα. Πέρα από τις κοινωνιολογικές ή αναπτυξιακές ερμηνείες, η ψυχανάλυση του Ζακ Λακάν προσφέρει ένα διαφορετικό εννοιολογικό πλαίσιο που φωτίζει τη βία ως σύμπτωμα της αποτυχίας του υποκειμένου να ενταχθεί ομαλά στο συμβολικό πεδίο της γλώσσας και του Νόμου. Το άρθρο αυτό επιχειρεί να αναλύσει τη νεανική βία μέσα από τις βασικές λακανικές κατηγορίες —το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό— και να αναδείξει τη βία όχι ως παθολογία ή ηθική εκτροπή, αλλά ως λόγο του υποκειμένου, ως κραυγή για αναγνώριση και νόημα.
1. Εισαγωγή: Η ανάγκη ενός διαφορετικού βλέμματος Στην εποχή της κοινωνικής ρευστότητας (Bauman, 2005) και της αποδυνάμωσης των θεσμών, τα φαινόμενα νεανικής βίας λαμβάνουν ολοένα και πιο πολύπλοκες μορφές: σχολική επιθετικότητα, διαδικτυακός εκφοβισμός, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, ακόμα και βίαιες πράξεις με συμβολικό χαρακτήρα. Οι συνήθεις κοινωνιολογικές προσεγγίσεις τείνουν να αποδίδουν τη βία σε κοινωνικές ανισότητες, οικογενειακή αποδιοργάνωση ή πολιτισμική κρίση. Αν και σημαντικές, αυτές οι προσεγγίσεις συχνά παραβλέπουν το υποκειμενικό υπόβαθρο της βίας, το εσωτερικό βίωμα του νέου που επιχειρεί, μέσω της πράξης, να διατυπώσει κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί. Η ψυχανάλυση του Λακάν (1953/2006) έρχεται να προσφέρει ένα εναλλακτικό βλέμμα. Για τον Λακάν, η βία δεν είναι απλώς αποτέλεσμα κοινωνικών πιέσεων ή ατομικών παρορμήσεων, αλλά σύμπτωμα που αποκαλύπτει τη ρωγμή στη σχέση του υποκειμένου με τη γλώσσα και τον Άλλο. Το υποκείμενο είναι προϊόν του λόγου, της επιθυμίας και των συμβολικών εγγραφών που το περιβάλλουν· όταν αυτές οι εγγραφές αποτύχουν, η πράξη —και συχνά η βίαιη πράξη— γίνεται η μόνη δυνατή μορφή επικοινωνίας.
2. Το Συμβολικό και η αποτυχία της εγγραφής Η λακανική θεωρία θεμελιώνεται στην ιδέα ότι το υποκείμενο συγκροτείται εντός του Συμβολικού,









